γονῶν

γονῶν
γονάω
pres part act masc voc sg
γονάω
pres part act neut nom/voc/acc sg
γονάω
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
γονάω
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
γονή
offspring
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γόνων — γόνος that which is begotten masc/fem gen pl γονάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γονάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμόφιλος — (ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους… …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • δυσγενεσία — Ανώμαλη ανάπτυξη, που συνήθως παρουσιάζεται στη διάρκεια της εξέλιξης του εμβρύου. * * * η η προέλευση γόνων ή καρπών στείρων από διασταύρωση ορισμένων γενών …   Dictionary of Greek

  • μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… …   Dictionary of Greek

  • Θεμιστοκλής — I (Αθήνα 526; π.Χ. – Μαγνησία, Μικρά Ασία 461 π.Χ.). Πολιτικός και στρατηγός. Ήταν γιος του Νεοκλή που καταγόταν από το αρχαίο αττικό γένος των Λυκομιδών. Η μητέρα του δεν ήταν Αθηναία και γι’ αυτό ο Θ. δεν φοίτησε στην παιδική του ηλικία στα… …   Dictionary of Greek

  • σιαγόνων — σιᾱγόνων , σιαγών jaw bone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγόνων — τρῡγόνων , τρυγών turtle dove fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”